ἴτρια

ἴτρια
ἴτριον
cake
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίτριον — ἴτριον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά ἴτρια πλακούντια (πίτες) από σουσάμι και μέλι (όπως περίπου το σημερ. παστέλι) ή από αλεύρι, γάλα και μέλι ή με διάφορες άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ανταποκριτής — ο θηλ. ίτρια 1. αυτός που στέλνει πληροφορίες αλλού γι αυτά που συμβαίνουν στον τόπο της διαμονής του: Την πληροφορία είχε η εφημερίδα από τον ανταποκριτή της στη Ν. Υόρκη. 2. αντιπρόσωπος εμπόρου, τράπεζας κτλ.: Η τράπεζα αυτή έχει ανταποκριτές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπορομεσίτης — ο θηλ. ίτρια μεσίτης εμπορικών αγοραπωλησιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποκριτής — ο θηλ. ίτρια 1. ο ηθοποιός, ο καλλιτέχνης του θεάτρου. 2. αυτός που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα, ο διπρόσωπος: Μην του έχεις εμπιστοσύνη είναι υποκριτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”